σκεπτέον

σκεπτέον
σκεπ-τέον, ([etym.] σκέπτομαι)
A one must reflect or consider, Ar.Eq.35, Th. 1.72;

οὐ ταύτῃ σ. ὃ ζητοῦμεν Pl. Tht.188c

;

περί τινος Id.Ti.28b

;

τόδε, εἰ . . X.Eq.3.4

;

τίς κτῆσις δικαία ἐστί Id.Cyr.1.3.17

;

ποῖά ποτε . . Id.Smp.8.39

;

ὅπως . . Id.An.1.3.11

; one must pay attention to,

τὸ χωρίον Hp.Liqu.2

.
2 σκεπτέος, α, ον, to be considered, examined,

ἡ ἀλήθεια σ. αὐτῶν Antipho 3.4.2

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκεπτέον — σκεπτέος masc/fem acc sg σκεπτέος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”